ηλεκτροκαρδιογράφος — ο (ιατρ.), ειδική συσκευή για τη διάγνωση με ηλεκτρικά μέσα των διαταραχών της καρδιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
ηλεκτροκαρδιοσκόπιο — το ιατρ. συσκευή που χρησιμοποιείται για να προβληθούν σε οθόνη οι καμπύλες που δίνει ο ηλεκτροκαρδιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrocardioscope < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + cardioscope < cardio (πρβλ. καρδιά) + scope… … Dictionary of Greek
βιοηλεκτρισμός — Εξαιρετικά ασθενή ηλεκτρικά ρεύματα τα οποία παράγονται στους ιστούς των ζωντανών οργανισμών και οφείλονται σε διαφορές συγκέντρωσης ιόντων στις δύο πλευρές των κυτταρικών μεμβρανών. Η έντασή τους εξαρτάται από τη λειτουργική κατάσταση των ιστών … Dictionary of Greek